-
1 ἅπαν
ἅπαν, verstärktes πᾶς, ganz und gar, alles zusammt, von Hom. an häufig bei allen Schriftstellern, sowohl alleinstehend, als mit subst. vrbdn, auch in der Bdtg ein jeder, ἅπας φεύγει Plat. Phaed. 108 b u. öfter; ἀργύρεος ἅπας, ganz silbern, von gediegenem Silber, Od. 4, 616. 15, 116; ἔργα τοιαῠτα οὐ πρὸς τοῠ ἅπαντος ἀνδρὸς γενέσϑαι νομίζω, so etwas kann nicht jeder Mensch thun, Her. 7, 153; vgl. 3, 64; so auch mit dem Artikel bei Aesch. Prom. 482. 572; Thuc. 1, 41. 2, 13. Bei den Att. öfter bei ἐναντίος, z. B. τὴν ἐναντίαν ἅπασαν ὁδὸν ἐλήλυϑα, den ganz entgegengesetzten Weg, Plat. Prot. 317 b. – Adv. stehen: ἐν ἅπασιν, εἰς ἅπαντα, ἐξ ἅπαντος, gänzlich, durchaus, auf jede Weise [das Neutrum bei Hom. ñ ñ, att., wie Theocr. 2, 56, ñ – ].
См. также в других словарях:
άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… … Dictionary of Greek
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek